βράστη
Смотреть что такое "βράστη" в других словарях:
βράστη — η (Μ βράστη) [βραστός] 1. θερμότητα, ζέστη 2. η ακμή, το οξύτερο σημείο μιας κατάστασης 3. πυρετός … Dictionary of Greek
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek